πολυπροσώπου

πολυπροσώπου
πολυπρόσωπος
many-faced
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυπροσωπία — η η ιδιότητα του πολυπρόσωπου, η ποικιλομορφία, η ανειλικρίνεια, η πρωτεϊκότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”